- βουκολιό
- τό1) коровье, воловье пастбище; 2) коровник, воловий хлев; 3) стадо коров, волов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουκολιό — το 1. κοπάδι βοδιών: Το βουκολιό μουγκρίζει. 2. το μαντρί των βοοειδών: Τα βόδια μπήκαν χορτάτα στο βουκολιό τους. 3. τόπος όπου βόσκουν τα βόδια: Ο βοσκός έβγαλε το κοπάδι στο βουκολιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουκολιό — το [βουκόλιον] στάβλος … Dictionary of Greek